- γινόμενον
- γίγνομαιcome into a new state of beingpres part mp masc acc sg (ionic)γίγνομαιcome into a new state of beingpres part mp neut nom/voc/acc sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… … Hofmann J. Lexicon universale
PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen … Hofmann J. Lexicon universale
SARDINIA — insul. et regnum in mari Ligustico, a variis habitata populis, tandem a Poenis occupata est, quibus tamen illam Romani eripuerunt. A Saracenis postmodum capta, inde a Pipino eiectis, A. C. 809. diu Pisanis et Genuensibus contentionis argumentum… … Hofmann J. Lexicon universale
SEPTERIUM — una ex 3. sollennitatibus nonô quôque annô Delphis olim celebrari solitis: quarum mentio apud Plut. Quaestion. Graec. Erat autem Σεπτήριον μίμημα τῆς πρὸς τὸν πύθωνα τȏυ θεοῦ μάχης, καὶ τῆς μετα τὴν μάχυς̔ν ἐπὶ τὰ τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξες.… … Hofmann J. Lexicon universale
εμποδών — (Α ἐμποδών) (επίρρ. κατ αναλογ. προς το ἐκποδών*) 1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.) 2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῑται νόμος», Ευριπ.) 3. με… … Dictionary of Greek
κατευωχούμαι — κατευωχούμαι, έομαι (Α) (επιτ. τ. τού ευωχούμαι) 1. συμμετέχω σε ευωχία, ευθυμώ, διασκεδάζω («οἶνον δὲ γινόμενον ταχὺ ἀναλίσκουσι κατευωχούμενοι μετὰ τῶν συγγενῶν», Στράβ.) 2. μτγν. ενεργ. κατευωχῶ, έω παρέχω ευωχία, φιλεύω κάποιον, ψυχαγωγώ… … Dictionary of Greek
νίτρωμα — νίτρωμα, τὸ (Α) [νιτρώ] 1. στακτή κονία, αλισίβα («χαλέρυπον τὸ ῥύμμα τὸ ἀπὸ τοῡ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι», Ησύχ.) 2. πιτυρίδα … Dictionary of Greek
ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… … Dictionary of Greek
παρυπόστασις — άσεως, ή ΜΑ [υπόστασις] πραγματικότητα που συνυπάρχει με κάποιαν άλλη, ενότητα («οὐδὲν γάρ ἐστι τὸ συμβεβηκὸς καὶ μὴ καθ ἑαυτὸ θεωρούμενον χωρὶς τῆς ἐν ὑποκειμένῳ παρυποστάσεως», Γρηγ. Νύσ.) μσν. αρχ. εξαρτημένη υπόσταση, αυτή που υπάρχει επειδή… … Dictionary of Greek
προεισόδιος — α, ο / προεισόδιος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. τὸ προεισόδιον και νεοελλ. μόνο στον πληθ. τα προεισόδια α) προεισαγωγή, προοίμιο («καὶ ἧν ὥσπερ ἐν δράματι προαναφώνησις καὶ προεισόδιον τὸ γινόμενον», Ηλιόδ.) β) απαρχή, προανάκρουσμα («προεισόδια τῆς … Dictionary of Greek